- λιάνισμα
- τοβλ. λειάνισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιάνισμα — το ατος, το κομμάτιασμα: Αυτό το εργαλείο χρησιμεύει στο λιάνισμα του κρέατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατατεμαχισμός — ο κατακομμάτιασμα, λιάνισμα: Το κρέας θέλει κατατεμαχισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)